μυρορραντος

μυρορραντος
    μυρόρραντος
    μῠρό-ρραντος
    2
    окропленный благовониями
    

(πρόθυρον Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μυρορραντος" в других словарях:

  • μυρόρραντος — μυρόρραντος, ον (Α) ραντισμένος με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρραντος (< ραντίζω), πρβλ. αιμό ρραντος] …   Dictionary of Greek

  • μυρόρραντον — μυρόρραντος wet with unguent masc/fem acc sg μυρόρραντος wet with unguent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»